- ὀρθοῖς
- ὀρθόςstraightmasc/neut dat plὀρθόωset straightpres opt act 2nd sgὀρθόωset straightpres subj act 2nd sgὀρθόωset straightpres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
όμμα — το (ΑΜ ὄμμα, ατος, Α και ὄθμα, αιολ. τ. ὄππα) 1. το αισθητήριο όργανο τής όρασης, ο οφθαλμός, το μάτι («τυφλὸς τά τ ὦτα, τόν τε νοῡν τα τ ὄμματ εἶ...», Σοφ.) 2. μτφ. οπή, δακτύλιος νεοελλ. 1. βλέμμα, ματιά 2. φρ. α) «τυφλοίς όμμασι» με τυφλή… … Dictionary of Greek
επισαλεύω — ἐπισαλεύω (Α) [σαλεύω] 1. σαλεύω καθώς βρίσκομαι τοποθετημένος κάπου ή συνδεδεμένος με κάτι 2. (ειδ. για πλοίο) αγκυροβολημένος στα ανοιχτά σαλεύω πάνω στην άγκυρα 3. (για μαλλιά) κυματίζω 4. σαλεύω, κινούμαι σπασμωδικά («οἱ δὲ τοῑς ὤμοις… … Dictionary of Greek
κηλίδα — Στίγμα, λεκές· μεταφορικά η λέξη σημαίνει την ατιμία ή το ηθικό στίγμα. (Αστρον.) Διάφορες περιοχές του Ήλιου, των πλανητών και των δορυφόρων, που είναι λιγότερο ανακλαστικές στο φως (ή, στην περίπτωση του Ήλιου, έχουν χαμηλότερη θερμοκρασία) και … Dictionary of Greek